ᾠογονία

ᾠογονία
ᾠο-γονία, ,
A laying of eggs, Philostr.VA2.14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ᾠογονίας — ᾠογονίᾱς , ᾠογονία laying of eggs fem acc pl ᾠογονίᾱς , ᾠογονία laying of eggs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • ωομύκητες — (oomycιtes). Τάξη της κλάσης των φυκομυκήτων. Περιλαμβάνει μικρομύκητες, με μυκήλιο αρχικά μονοπύρηνο και μετά πολυπύρηνο. Πολλαπλασιάζονται αγενώς με ζωοσπόρια και σπάνια με κονίδια, και εγγενώς με ωοσπόρια, μονήρη ή πολλά, τα οποία παράγονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”